- καταγορασμός
- καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω]η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγορασμόν — καταγορασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* … Dictionary of Greek